Σύσταση προς Ασφαλιστικές Εταιρίες Ζημιών που δραστηριοποιούνται στη σύναψη προαιρετικών ασφαλίσεων για υλικές ζημιές αυτοκινήτων και προς Ασφαλιστικούς Διαμεσολαβητές σχετικά με την υποχρέωση εναρμόνισης κατά τη σύναψη ή/και ανανέωση της σύμβασης ασφάλισης του αναγραφόμενου ως ασφαλιστικούποσού κάλυψης του ασφαλιζόμενου οχήματος με την τρέχουσα πραγματική αξία και εντεύθεν προσδιορισμός του αναλογούντος ασφαλίστρου (αρ. Πρωτ. 8947)

ΣΥΣΤΑΣΗ
(Άρθρο 3 §§1&2 Ν.3297/2004)

ΘΕΜΑ: «Ασφαλιστικές Εταιρίες που έχουν άδεια λειτουργίας για ασφάλιση αυτοκινήτων— Προαιρετικές καλύψεις υλικών ζημιών—Ασφαλιστικοί ∆ιαμεσολαβητές—Εναρμόνιση κατά τη σύναψη ή/και ανανέωση της σύμβασης ασφάλισης του αναγραφόμενου ως ασφαλιστικού ποσού κάλυψης του ασφαλιζόμενου οχήματος με την τρέχουσα πραγματική αξία και εντεύθεν προσδιορισμός του αναλογούντος ασφαλίστρου».

Η Ανεξάρτητη Αρχή «Συνήγορος του Καταναλωτή» ως εξωδικαστικό όργανο συναινετικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών, στα πλαίσια των θεσμοθετημένων αρμοδιοτήτων της (άρθρο 3 §§1&2 Ν. 3297/2004 ΦΕΚ 259Α ́/23.12.2004) μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις και υποδείξεις προς τους προμηθευτές, ιδίως όταν από την επιχειρηματική συμπεριφορά τους θίγεται μεγάλος αριθμός καταναλωτών.

ΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΥΠΟΨΗ ΟΤΙ:

Ο Συνήγορος του Καταναλωτή έχει δεχτεί και εξακολουθεί να είναι αποδέκτης σημαντικού αριθμού αναφορών ασφαλισμένων, που έχουν συνάψει πολυασφαλιστήρια αυτοκινήτου. Σύμφωνα με τις αναφορές αυτές, με την αφορμή επέλευσης του αντίστοιχου ασφαλιστικού κινδύνου, όταν αυτός έχει ως αποτέλεσμα είτε την οριστική απώλεια είτε την ολοσχερή καταστροφή του ασφαλισμένου οχήματος, διαπιστώνεται κατά τη διαδικασία διακανονισμού του οφειλόμενου ασφαλίσματος σημαντική επί έλαττον απόκλιση μεταξύ αφενός της λογιζόμενης εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρίας ως τρέχουσας πραγματικής κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου και άρα αποζημιωτέας αξίας του ασφαλιζόμενου οχήματος και αφετέρου του αναγραφόμενου στον Πίνακα Καλύψεων ως ασφαλιστικού ποσού της αντίστοιχης κάλυψης, επί τη βάσει του οποίου έχει υπολογισθεί το καταβληθέν γι’αυτήν (την ασφαλιστική κάλυψη) ασφάλιστρο κατά την αρχική σύναψη ή/και την εκάστοτε ανανέωση της σύμβασης ασφάλισης. ∆εδομένου ότι η παραπάνω διαπίστωση εκ μέρους των ασφαλισμένων-καταναλωτών λαμβάνει χώρα συνήθως εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος (μετά την επέλευση κάποιου εκ των ασφαλιζόμενων κινδύνων) αυτό σημαίνει ότι για πιθανολογούμενα σημαντικό αριθμό ασφαλιστικών συμβάσεων προαιρετικών καλύψεων αυτοκινήτου, όπου το αναφερόμενο στη σύμβαση ως ασφαλιστικό ποσό κάλυψης παραμένει για μεγάλα χρονικά διαστήματα αμετάβλητο, καταβάλλεται κατ’εξακολούθηση και αχρεωστήτως υψηλότερο ποσό ασφαλίστρου σε σχέση με αυτό που θα έπρεπε να τιμολογηθεί αναλογικά με την έκταση της πραγματικά παρεχόμενης κάλυψης (εφόσον προϊόντος του χρόνου και κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων η πραγματική τρέχουσα αξία του ασφαλιζόμενου αυτοκινήτου απομειώνεται). ∆ιευκρινίζεται δε ότι στις αναφερόμενες περιπτώσεις δεν προέκυψε ότι κατά την κατάρτιση της επίμαχης ασφαλιστικής σύμβασης υπήρξε ξεχωριστή συμφωνία (συμβατική εκτίμηση), η οποία να αποδεικνύεται με έγγραφο, επί τη βάσει προηγηθείσας αμοιβαίας αποδεκτής αποτίμησης ως προς την αξία του ασφαλιζόμενου κινδύνου και η οποία να ενσωματώθηκε στο ασφαλιστήριο  με σχετικό όρο, από τον οποίο να προκύπτει σαφώς ότι έλαβε χώρα συμβατική εκτίμηση, αλλά ότι πρόκειται απλώς για δήλωση αξίας του πράγματος που έκανε είτε ο ασφαλιστής είτε ο λήπτης της ασφάλισης και αναγράφηκε στο ασφαλιστήριο.

Επισυναπτόμενα αρχεία
Attached Files

Συνεχίστε με τα παρακάτω